ἀλουστράριστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλουστράριστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀλουστράριστος ἐπίθ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ-καὶ τοῦ ἐπιθ. *λουστραριστὸς <λουστράρω κατὰ τὰ ἐκ τῶν εἰς –ίζω ρ. παραγόμενα.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ λουστραρισθείς, ὁ μὴ στιλβωθεὶς μὲ λοῦστρο, ἀστίλβωτος: Καρέκλα-ντουλάπα ἀλουστράριστη. Τραπέζι ἀλουστράριστο. Συνων. ἀβερνίκωτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA