ἄλτο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄλτο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἂλτο τό, Σῦρ. κ.ἀ. ἄρτο Κύθν. κ.ἀ
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. alto=ὑψηλὸς.
Γλώσσα
Ουγγρικά
Σημασιολογία
1) Τὸ ὕψος τοῦ δικτύου Κύθν. κ.ἀ. Ἄρτο τοῦ διχτυ̮οῦ. 2)Δίκτυον ἔχον πλάτος διακοσίων ματι̮ῶν Σῦρ. κ.ἀ. Πβ. ἀλτᾶδος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA