ἁλυκὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁλυκὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
Ἁλμυρὸν ἕδεσμα. Συνών. ἁλυκωσία, ἁλυκὰ (ἰδ. ἁλυκὸς 2 )Πβ. ἁλύκιν, ἁλυκόξινος.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἁλυκός.
Σημασιολογία
1) Μέρος τῆς παραλίας, εἰς τὸ ὁποῖον περικλείεται τὸ ὕδωρ τῆς θαλάσσης καὶ ἐξατμιζόμενον ἀφίνει τὸ ἅλας,ἁλοπήγιον σύνηθ.: Νὰ πάς ἐκεῖ ποῦ ψένει ὁ ἥλι̮ος τὸ ψωμὶ καὶ ἡ ἁλυκὴτ΄ἁλάτι! (ἀρὰ)Πελοπν. (Βούρβουρ.)|| Φρ. Τὸ φαεῖ εἶναι ἁλυκὴ (πολὺ ἁλμυρὸν)πολλαχ. || Παροιμ. Ἁλάτι πάει΄ς τὴν ἁλυκή καὶ ξύλα πάει ΄ς τὸ λόγγο (ἐπὶ τοῦ κομίζοντός που ἢ προσφέροντος εἴς τινα πρᾶγμα, τὸ ὁποῖον ἔχει οὖτος ἄφθονον. Πβ. ἀρχ. φρ.«γλαῦκ΄Ἀθήναζε»)Πελοπν. (Μεσσ.)|| ᾌσμ. Γιὰ σώπα, σώπα, μαῦρο μου, τσαὶ θά σε τουραγνίσω, θὰ πάω σε ‘ς τὴν ἁλουτσὴ νά σε φορτώσω ἁλάτι Αἴγιν. Νὰ πάμεν εἰς τὴν ἁλυτὴν ἅλας νὰ σὲ φορτώσω Κύπρ. Συνών. ἁλατόγουρνα, ἁλατότοπος 1, ἁλυκι̮ὰ 1. β)Ἀποθήκη ἅλατος Εὔβ. (Ὄρ.)2)Τὸ λεπτότατον ἅλας, τὸ ὁποῖον μένει εἰς τὰ κοιλώματα τῶν παραλίων βράχων μετὰ τὴν ἐξάτμισιν τοῦ θαλασσίου ὕδατος Χίος. Συνών. ἁλατάρμη 2, ἁλοσάχνη 1, ἁλυκι̮ὰ 2, ἀφρίτης. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἁλυκή καί πληθ. Ἁλυκὲς σύνηθ. Ἁ΄κὴ Στερελλ. (Αἰτωλ.)Ἁλυτσὴ Πάρ. Ἁλυτὴ Κύπρ. Ἁλυτὲς Κύπρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA