ἁλύκιν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁλύκιν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀλύκιν τό, Πόντ. (Οἰν. Σθνώπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. ἐπιθ. ἁλύκιον == ἁλμυρόν, θαλάσσιον. Πβ. Μ. Ἐτυμολ. 70, 42.

Σημασιολογία

Ἁλατισμένον ἐντόσθιον ἰχθύος καὶ μάλιστα παλαμύδος. Πβ. ἁλυκασέα, ἁλυκόξινο, ἁλύκος 2, ἁλυκωσία.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/