ἀλυπησι̮ὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλυπησι̮ὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀλυπησι̮ὰ ἡ, Σίφν. –Λεξ. Γαζ. (λ. ἀλυπία)Μ. Ἐγκυκλ. Βλαστ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀλύπητος. Διὰ τὸν σχηματισμὸν ἰδ. ἀστερητ. 1 β.
Σημασιολογία
Τὸ νὰ μὴ λυπῆται, νὰ μὴ συμπαθὴ τις τινά, ἀναλγησία, σκληρότης: Ἔδε ἀλυπησι̮ά του! Σίφν. Συνών ἀλυγισι̮ά, ἀπονι̮ά, ἀσυμπονι̮ά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA