ἀλύπητα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλύπητα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀλύπητα ἐπίρρ. κοιν. ἀλύπ΄τα βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀλύπητος. Ἡ λ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Δ 1824 ( ἔκδ. ΣΞανθουδ.)«βλέποντας πῶς λαβώνουνται κι ἀλύπητα πληγώνου»
Σημασιολογία
1)Ἄνευ λύπης, ἀπηνῶς, σκληρῶς κοιν.: Δέρνει-χτυπᾶ ἀλύπητα. Συνών ἄθεα. 2) Χωρὶς φειδώ, ἀφθόνως, δαψιλῶς κοιν.: ΄Ξοδεύει-τρώγει ἀλύπητα κοιν. Ὁ τύρις του δκι̮ᾶ του τὰ ρηάλ-λι̮α ἀλύπητα, ἀμ-μὰ ‘ξοδκι̮άζει τα τ’ ἐτεῖνος ἀλύπητα (ρηάλ-λι̮α = χρήματα, δκι̮ᾶ ==δίδει) Κύπρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA