ἀλύπητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλύπητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀλύπητος ἐπίθ. κοιν. ἀλεήπητος Σῦρ. (καὶ ἀλύπητος)ἀλύπετος Πελοπν. (Λακων. καὶ ἀλύπητος)Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπὶθ. ἀλύπητος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ὑποστάς, ὁ μὴ δοκιμάσας λύπας πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ.) : Ἀλύπητος ἔζησε ὅλη του τὴ ζωὴ πολλαχ. Ἀλύπετος ἐπἐρασα Κερασ. Συνών. ἄλυπος, ξένο͜ιαστος. 2)Ὁ μὴ αἰσθανόμενος λύπην δι΄ἄλλους, ἀνηλεής, ἄσπλάγχνος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ.) : Ἀλύπητος ἄνθρωπος , δὲ συγκινεῖται καὶ νὰ σὲ βλέπη νὰ ψυχομαχᾶς! σύνηθ. Ἀλύπετον καρδίαν ἔει(ἔχει)Κερασ. Ἀλύπητε, λυπήσου με! Σῦρ. || ᾎσμ. Ἀλύπητη, λυπήσου με καὶ δές τὰ βάσανά μου καὶ κάμε ἔλεος ‘ς ἐμέ, ἀφέdρα κωπελλιά μου Κρήτ. 3)Ἀφειδής, ἄφθονος κοιν. Ἔφαγε ξύλο ἀλύπητο κοιν. Ἀλύπετον ξύλον έδῶκ΄ἀτον Κερασ. Ἔει λεφτὰ ἀλύπητα (ἔει=ἔχει)Ἄνδρ. || ᾎσμ. Ἕνα πουλλάκι τάγιζα ἀλύπητο ἀλεύρι καὶ χορταράκι πράσινο γιὰ νὰ τὸ κάμω ταίρι (ἐπὶ κόρης ἀγαπωμένης)Θήρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA