ἁλυσι̮ὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁλυσι̮ὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἁλυσι̮ὰ ἡ, ἀμάρτ. ἁλυσίγι̮α Πόντ. (Κερασ.)ἁλυςὰ Πόντ. ( Τραπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἅλυσι. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Ἅλυσις : ᾌσμ. Ηὖραν τὰ πόρτας ἀνοιχτά, τὰ παραθύρ ἀκλείδ, ηὗραν καὶ τὰ λαγωνικὰ ΄ς τὴν ἁλυσαν δεμένα Τραπ. Σ΄ἐδέσαμε ΄ς τὸν μαῦρο σου κ΄ἐκόπηκε ἁλυσίγι̮α Κερασ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἅλυσι 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/