ἁλυσιδάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁλυσιδάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἁλυσιδάκι τό, κοιν. ἁ’ σ΄δά’ βόρ. ἰδιὼμ. ἁλυσιδάτσι ἐνιαχ.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. ἁλυσιδάκι. Πβ. Γεωργηλ. Θανατ. Ρόδ. στ. 136 (ἔκδ. Wagner σ.36)«καὶ ἄλλες ἀργυρόχρυσα ψιλὰ ἁλυσιδάκια | νὰ τὰ κρεμοῦσιν οἱ πτωχές καὶ τὰ θηλυκουδάκια»

Σημασιολογία

1)Μικρά ἅλυσις κοιν. Συνών. ἁλυσιδάκος, ἁλυσιδίτσα, ἁλυσιδοπούλλα, ἁλυσιδούλλης. 2)Εἶδος ἁλυσιδωτοῦ ραψίματος διακοσμητικοῦ τῶν ἐνδυμάτων Χίος

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/