ἁλυσιδίτσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁλυσιδίτσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἁλυσιδίτσα ἡ, σύνηθ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἁλυσίδα διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ίτσα.

Σημασιολογία

Μικρὰ ἅλυσις. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἁλυσιδάκι 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/