ἄλφα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄλφα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἄλφα τό, κοιν. καὶ Καππ. Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)ἄρφα Ζάκ. Κεφαλλ. Κρήτ. Μεγίστ. Σίφν. Σύμ. Χίος κ.α. ἄλφα ἡ, σύνηθ. ἄλιφα Προπ. (Ἀρτάκ.)κ. ἀ. ἄρφα Κρήτ. Σύμ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἄλφα. Τὸ θηλυκοῦ γέν. ἄλφα καὶ ἐν τῶ Ἐρωτοκρ. Ε 1538 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.)«κι ἀπόκει δὲν κατέχουσι τὴν ἄλφα σκιὰς νὰ ποῦσι». Διὰ τὴν ἀρχὴν τοῦ τύπ. τούτου ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,67.
Σημασιολογία
1)Τὸ ὄνομα τοῦ πρώτου γράμματος τοῦ ἀλφαβήτου κοιν. καὶ Καππ. Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) :Φρ. Δὲν ξέρει οὔτε τὸ ἄλφα ἤ οὔτε τὸ ἄλφα νὰ πῆ (ἐπὶ τοῦ ὅλως ἀγραμμάτου) . Μοῦ τά ΄πε ἀπὸ τὸ ἄλφα ὣς τὸ ὠμέγα (ἐν πάσῃ λεπτομερείᾳ)Ὥσπου νὰ πῇς ἄλφα (τάχιστα)κοιν. Τὰ λέω ὅλά ἄρφα βῆτα (λεπτομερῶς)Κεφαλλ. Ἔφαγε τὴν ἄλφα μὲ τὸ κουτάλι (γνωρίζει πολλά γράμματα)πολλαχ. Ὄχι ἄλφα, μούνι βῆτα (ἐπὶ τοῦ μὴ ἀντιλαμβανομένου)Ἤπ. || ᾎσμ. Ἄλφα βῆτα, κόψε πίττα, | δῶσ΄ ἐμὲ καὶ τοῦ Νικήτα, κι ἂ δὲ φτάνῃ, κόψε κι ἄλλη, |δῶσ’ ἐμὲ καὶ τοῦ Μιχάλη (παιδικὸν)Κρήτ. 2) Ἀρχὴ πράξεώς τινος κοιν.: Ἐγὼ εἶμαι ἀκόμη ΄ς τὸ ἄλφα. Θ΄ἀρχίσω πάλι ἀπὸ τὸ ἄλφα κοιν. || ᾎσμ. Ἀπὸ τὴν ἄλφα τ΄οὐρανοῦ ΄ς τὴν τέλε͜ιωσι τοῦ κόσμου (ἀπὸ τὸ ἓν ἄκρον τοῦ κόσμου εἰς τὸ ἄλλο, εἰς χώραν μακρινὴν)Πελοπν. (Μάν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA