ἀλφάβητο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλφάβητο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀλφάβητο τό, ἀλφάβητον Κύπρ. ἀλφάβητο κοιν. ἀρφάβητο Κεφαλλ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἀλφάβητος.
Σημασιολογία
1)Τὰ εἰκοσιτέσσαρα γράμματα τοῦ ἀλφαβήτου, ἀλφάβητος κοιν.: ᾎσμ. Ἄρχοντες ἀδροικήσετε τ΄ἀλφάβητον τοῦ Χάρου Κύπρ. Συνών ἀλφαβῆτα, ἀλφαβητάρι 2. 2)Εἶδος ζυμαρικοῦ κομμένου εἰς σχήματα τῶν γραμμάτων τοῦ ἀλφαβήτου καὶ χρησίμου εἰς παρασκευὴν σούππας Ἀθῆν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA