ἀλφάδι̮ασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλφάδι̮ασμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀλφάδι̮ασμα τὸ, πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀλφαδι̮άζω.
Σημασιολογία
Ὁ καθορισμὸς διὰ τοῦ ἀλφαδι̮οῦ τῆς εὐθύτητος ἐπιφανείας τινός, στάθμισις ἔνθ΄ἀν.:Μὲ τὸ ἀλφάδι̮ασμα καταλαβαίνεις ἂν εἶναι ἴσιος ὁ τοῖχος ἀποπάνω ἢ γέρνει πουθενὰ Ἤπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA