ἁλωνισε̮ὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁλωνισε̮ὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἁλωνισε̮ὰ ἡ, Αἴγιν. ἁλου’σε̮ὰ Στερελλ.(Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἁλωνίζω.
Σημασιολογία
Τὸ ποσὸν τοῦ σίτου τὸ ἐφάπαξ δυνάμενον νὰ ἁλωνισθῇ ἔνθ. ἀν. Ἔχουμι δυ̮ὸ τρεῖς ἁλου’σε̮ὲς σ’τάρ’.Συνών. ἁλωνε̮ὰ 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA