ἁλωνισμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁλωνισμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἁλωνισμὸς ὁ, Ἤπ. — Λεξ. Μ.Ἐγκυκλ. Ἐλευθερουδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἁλωνίζω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Ἁλώνισμα 1, ὃ ἰδ., Ἤπ. — Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Ἐλευθερουδ. 2)Μεταφ. καταπόνησις ἀτόμου τινός (ἡ μεταφ. ἐκ τῆς ἐν τῷ ἁλωνίῳ καταπονήσεως τῶν ἀλόγων)Ἤπ. (Χουλιαρ.) : Τ’ εἶν’ αὐτὸς οὑ ἁλου’σμὸς π’ τ’ κά’ς τ’ πιδι̮οῦ; β)Κακὴ μεταχείρισις, τιμωρία Ἤπ.: Νὰ ἰδῇς βράδυ τὶ ἁλωνισμὸ θὰ πάθουν τὰ παιδι̮ὰ ἀπ’ τὸν πατέρα τους!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA