ἁλωνίστρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁλωνίστρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἁλωνίστρα ἡ, Θήρ. Ἴος Κρήτ. Μύκ. Νάξ.(Γαλανᾶδ.)Τῆν. (Κώμ.)κ.ἀ. ἁλωνίστρι̮α Ἀμοργ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἁλωνίζω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –τρα. Ἡ λ. καῖ έν έγγράφῳΜήλου τοῦ 1679.
Σημασιολογία
1)Άγρὸς, ἐντὸς τοῦ ὁποίου ὑπάρχει ἁλώνιον Ἀμοργ. Ἴος Μύκ. Τῆν.(Κώμ.)Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Ἴος. 2)Ὁ ἐν τῷ ἁλωνίῳ χῶρος, εἰς τὸν ὁποῖον κατὰ τῆν λίκμησιν συσσωρεύονται τὰ ἄχυρα Νάξ. (Γαλανᾶδ.)Συνών.ἀχυρίστρα, λιχνίστρα. 3)Ὁ περῖ τὸ ἁλώνιον χῶρος Θήρ. Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA