ἅμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἅμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἅμα ἐπίρρ. κοιν. καὶ Καππ. Πόντ. (Κερασ. Οἰν. κ.ἀ.)Τσακων. ἅμ-μα Σύμ. κ.ἀ. ἅμ’ Καππ.(Ἀραβάν. Σίλατ.)ἁμὰ Λευκ. ἅμαν Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.)Ἤπ. Κύπρ. Πάρ. (Λεῦκ.)Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Τρίπ. κ.ἀ.)Χίος (καὶ ἅμα)ἅμας Κρήτ. (Βιάνν.)Κύπρ. ( καῖ ἅμα)ἅμε Σίφν. ἅμο Πόντ (Ὄφ.)ἁμὸ Ζάκ. ἅμον Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)ἁμὸν Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ. κ. ἀ.)ὅμα Στερελλ. (Αἰτωλ.)ὅμο Πόντ. (Ὄφ. Σούρμ.)ὅμ’ Α.Ρουμελ. (Στενήμαχ.)ὁμὸν Πόντ. (Ἀμις.)σάμα Καππ. σάμο Καππ. (Φάρασ.)σάμου Καππ. σαμοῦ Καππ. (Φάρασ.) χάμα Καππ. χαμοῦ Καππ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίρρ. ἅμα. Ὁ τύπ. ἅμαν καὶ ὡς σύνδ. κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ ἐπίσης χρονικοῦ συνδ. ὅταν, ὁ δὲ ἅμε κατὰ τὸ ὅτε. Τὸ σ τοῦ σάμα πιθανῶς προῆλθεν ἐκ συνεκφορᾶς, το δὲ χ τοῦ χάμα κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ Τουρκ. μορίου ha.
Σημασιολογία
Α)Ἐπιρρηματ. 1)Ἐπὶ χρόνου, εύθύς, άμέσως, ταχέως Ἤπ. κ.ἀ.: Φρ. Ἅμαν κι̮ ἅμα (τάχιστα)Ἤπ. β)Ἀκολούθως, ὕστερον Λευκ.: Νὰ πι̮ῶ δότε μου τὸ νερὸ καὶ ἁμὰ σᾶς κουβεντι̮άζω. Συνών. ἔπειτα, κατόπιν ὕστερα. 2)Ἐπὶ τρόπου, ὡς, καθὼς Α.Ρουμελ.(Στενήμαχ.)Ζάκ. Πόντ.(Ἀμις. Κερασ. Κοτύωρ. Οίν. Ὄφ. Σάντ. Σούρμ. Τραπ. Τρίπ. Χαλδ. κ.ἀ.) : Ἁμὸ βόιδι Ζάκ. Ἅμον ἐμὲν εἶσαι κ’ ἐσὺ Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ. Ἁμὸν τ’ ἐμὸν τὸ πορπάτεμαν ἔσ’ κ’ ἐκεῖνος (καθὼς τὸ ἰδικὸν μου περπάτημα ἔχει καὶ ἐκεῖνος)Κοτύωρ. Χαλδ. Ἅμον τὸ λέγω θ’ εὐτάς (καθὼς λέγω θὰ κάμῃς)Χαλδ. Τὰ αἵματα ἔτρεξαν ὅμο ποτάμ’ Σούρμ. Εἶναι κρύο ὅμ’ τὸν πάγο Στενήμαχ. Ἅμον παλαλός ἔν’ (παλαλός=παλαβός, τρελλὸς)Τραπ. Χαλδ. Ἅμον πῶς; (κατὰ τίνα τρόπον;)Τραπ. || ᾎσμ. Τ’ ἅψιμον τρώει τὸ σίδερον καὶ τὸ σκωλέκ’ τὸ μῆλον κ’ ἐσῦ ἔφαες τῆ νότη μου ποῦ ἔτον ἅμον μῆλον (ἅψιμον=πῦρ, νότη=νεότης)Χαλδ. Συνών. ὅπως, σάν. 3)Ὡς πρόθ. μετ’ ἐνάρθρου αἰτιατ., ὁμοῦ, συγχρόνως Καππ. (Ἀραβάν.)Πόντ.(Ἀμισ. κ.ἀ.) : Ἅμ’ τ’ ἐκεῖνο (μαζὶ μὲ ἐκεῖνον)Ἀραβάν. Ὁμόν τ’ ἄ λογον ἔρθεν (μαζὶ μὲ τὸ ἄλογον ἦλθεν)Ἀμισ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. πβ. Ὁμ. Π 257 «ἅμα Πατρόκλῳ ... ἔστιχον». Συνών. ἀντάμα, μαζί. Β)Ὡς σύνδ. 1)Ἐπὶ χρόνου, μόλις, εὐθὺς ὡς κοιν. καὶ Καππ. Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Σούρμ.Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)Τσακων.: Ἅμα πῆρα τὸ γράμμα σου, ἦρθα ἀμέσως. Ἅμα ξημέρωσε, ξεκινήσαμε γιὰ τὸ χωρι̮ὸ κοιν. Ἅμας ἦρτεν, εἶπεν του Κύπρ. Ἅμα τρώς, ἔλα Οἰν. Ὅμα πι̮άσ’ τώρᾳ τοὺ ’νόπουρου, ρίχ’ μὶ τ’ ἀσκὶ (εὐθὺς ὡς ἀρχίσῃ τὸ φθινόπωρον, ρίπτει ραγδαίας βροχὰς)Αἰτωλ. Ἅμα γ’ ἐκι̮άτζε (τὸ ἔπιασε)Τσακων. Ἅμον τὸ εἶδε με, ἔφυεν Τραπ. Χαλδ. Ἅμον τὸ ἔρεσαι (μόλις ἔλθῃς)Κερασ. Ἅμον ἔφαεν κ’ ἐξῆβεν (μόλις ἔφαγεν ἐξῆλθεν)Τραπ. Συνών. μόλις. β)Ὅτε, ὁπότε πολλαχ.καὶ Καππ.(Φάρασ.) : Ἅμαν ἔρχ’ τὸ βράδυ Πάρ.(Λεῦκ.)Ὅμα πάου Αἰτωλ. Σαμοῦ ἦτουν βραδὺ ἀτσεῖ ‘ςσὴν ἡμέραν (ὅταν ἐβράδυασεν ἐκείνην τῆν ἡμέραν)Φάρασ. Συνών. ὅταν. 2)Ἐπὶ ὑποθέσεως, ἐὰν κοιν.: Ἅμα δὲ θέλῃς δὲν τὸ κάνεις. Ἅμα δὲ γυρέψῃς, μήν περιμένῃς νὰ σοῦ δώσουν κοιν. Ἅμα πὰς περπατῶντα, ‘ὲν κάνεις ἔξοδα (‘ὲν=δὲν)Σίφν. Ἅμα δέ ξέρ’ς , νὰ μὴ μ’λᾶς Ἴμβρ. || Παροιμ. φρ. Ἅμα δὲ dιρι̮άζαμ’, δὲ ζ’bιθιρι̮άζαμ΄ (ἄν δὲν ταιριάζαμε, δὲν συμπεθεριάζαμε. Ἐπί ἀνθρώπων ὁμοίων χαρακτήρων)αὐτόθ. Συνών. ἄν
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA