ἄμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἄμα ἡ, Πόντ. (Κερασ.)ἄμι̮α Χίος ἄμνι̮α Χίος
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἄμη. Ἡ λ. καῖ μεσν.== δρέπανον.
Σημασιολογία
1)Πτυάριον στενὸν καὶ ἐπικαμπές πλάτους τεσσάρων δακτύλων μετ’ αὐλοῦ προσηρτημένου ἐπὶ στειλεοῦ ἑνὸς περίπου μέτρου χρήσιμον διὰ τὴν ανάμειξιν τῆς ἀσβέστου, ὅταν σβήνουν αὐτήν, τὸν καθαρισμόν τοῦ ἐδάφους απὸ τῶν χαλίκων καὶ τοῦ βορβόρου καὶ ἰδίᾳ τῆς γῆς τῶν σχίνων διὰ νὰ μὴ ἀναμυγνύεται ἡ ρέουσα μαστίχη μετὰ τῶν χαλίκων καὶ τῶν άκαθαριῶν Χίος Πβ. καὶ ἀμνίδι. 2)Ὄργανον θερισμοῦ, δρέπανον Πόντ.(Κερασ.) : Παροιμ. φρ. Ἡ ἄμα καὶ τ’ ἁλώνιν ἐπόμεναν ἀτον (ἐπὶ τοῦ ἐκ θεομηνίας ἤ ἄλλης τινὸς συμφορᾶς περιελθόντος εἰς δυδτυχίαν) .
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA