ἀμαγείρευτα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμαγείρευτα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀμαγείρευτα ἐπίρρ. σύνηθ. ἀμαγέρευτα Κρήτ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀμαγείρευτος.
Σημασιολογία
Χωρὶς νὰ ἔχῃ μαγειρεύσῃ τις ἔνθ. ἀν.: Ἔχω ἀσκούπιστα κι̮ ἀμαγείρευτα ἀκόμη. σύνηθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA