ἀμαγείρευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμαγείρευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμαγείρευτος ἐπιθ. κοιν. ἀμαγείριφτους βόρ. ἰδιώμ. ἀμαείρευτος Ἀνδρ. Κύπρ. Πόντ. (Κοτύωρ.)Σύμ. ἀμαγέρευτος Εὔβ. (Αὐλωνάρ.)Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.)Κρήτ. Πελοπν. (Κοριθ.)κ.ἀ. ἀμαγέριφτους Ἴμβρ. ἀμαέρευτος Ἄνδρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.)Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀμαγέιρευτος.
Σημασιολογία
1)Παθ. ὁ μὴ μαγειρευθεὶς κοιν. καὶ Πόντ.(Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) : Κρέας ἀμαγείρευτο. Κουκκι̮ὰ ἀμαγείρευτα κοιν. Φαγεῖ ἀμαγείρευτο Ζάκ. β)Ὁ καθ’ ὅν δὲν ἐμαγείρευσέ τις Σύμ.: Ἡ Κερι̮ακὴ ἀμαείρευτη πομπὴ τῆς ἑβδομάδας (ἡ Κυριακὴ ὡς ἐπισημοτέρα ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος ἀτιμάζεται, ὅταν παρέλθῃ ἄνευ τῆς παρασκευῆς φαγητῶν) . γ)Ἐκεῖνος διὰ τὸν ὁποῖον δὲν έχουν μαγειρεύσει Ἄνδρ.Ἔμεινε άμαέρευτος. 2)Ἐνεργ. ὁ μὴ μαγειρεύσας Ἄνδρ. Ἴμβρ. Σύμ.: Πέρασα μι̮ὰ ‘βδουμάδα άμαγείριφτους Ἴμβρ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Παχυμ.(ἔκδ. Βόννης)2,88,4 «πρόεδρος ἐξ ἀμαγειρεύτων Νικόλαος» ἤτοι ἐκ τῶν μὴ μαγειρευόντων πλέν. ἐκ τῶν ὑπὸ σύνταξιν μαγείρων.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA