ἀμαδολογῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμαδολογῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀμαδολογῶ Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀμαδολόγος.
Σημασιολογία
Ρίπτω τι ὡς ἀμάδα: ᾎσμ. Χαράκια ἀμαδολόγανε καὶ ριζιμαιὰ ξεκούνειε (ἔρριπτε βράχους ὡς ἀμάδες)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA