ἀμάθητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμάθητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀμάθητος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Καππ, ἀμάθητους Λυκ.(Λιβὐσσ.)ἀμάθετος Πόντ. (Ἀργυρόπ. Ἰνέπ. Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.)— Λεξ Ἠπίτ. ἀμάθ’τος Ἤπ. ἄμαθ’τος Ἤπ. ἀμαθ’τους Βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀμάθητος. Ὁ τύπ. ἄμαθ’τος ἐτονίσθη κατὰ τὸ συνών. ἄμαθος.

Σημασιολογία

1)Παθ. ἐκεὶνος τὸν ὁποῖον δὲν έμελέτησέ τις, ὁ μὴ μελετηθεὶς σύνηθ. καὶ Πόντ. (Ἀργυρόπ. Κερας. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) .: Μάθημα ἀμάθητο σύνηθ. Ἀμάθετον ἔχω ἀκόμην τὸ μάθεμα μ’ Κερασ. β)Ὁ μὴ γνωσθεὶς Πόντ.(Ὄφ.) : Ἀγοῦὁ λόγος ἀμάθετο ἔν’(ἀγοῦ = αὐτὸς) . 2)Ἐνεργ. ὁ ἀγνοῶν τι, ὁ ἀδαὴς πράγματός τινος. ἄπειρος Κύπρ. Λυκ.(Λιβύσσ.)Μακεδ. (Βογατσ.)Μεγίστ. Πόντ. .(Ἀργυρόπ. Ἰνεπ. Οἰν. Ὄφ.Τραπ.)Σύ. κ.ἀ. — Λεξ Κομ. Περίδ. Βυζ. Ἠπίτ.: Γνωμ. Ὁ μαθεμένος ἀμάθετος ΄κ΄ ‘ίνεται (δὲν γίνεται)Ἰνέπ. || ᾎσμ. Ξένος ἐγὼ κι ἀμάθητος δὲν ἤξερα τὸ δρόμο Λεξ. Βυζ. β)Ὁ μή ἐξοικειωμένος εἴς τι, ἀδαής τινος σύνηθ. καὶ Καππ. Πόντ ( Κερασ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) : Ἀμάθητος τῆς δουλε͜ιᾶς Κύπρ. Ἀμάθητος απὸ τέτο͜ιες δουλει͜ὲς Σῦρ. Αὐτὸς εῑναι ἀμάθητος ἄνθρωπος, τί νὰ σοῦ κάμῃ; Κρήτ. Ἁμάθετος ‘κ’ εἶμαι Κερασ. Ἀμάθετος ‘ς σό χόρεμα’ςσό θέρισμα Ὄφ. Τώρᾳ ἔπεσα κ΄ ἐγὼ ΄ςτὴ δυστυχία κ΄εἶμαιἀμάθητος Σῦρ. Ἀμάθετα βόιδια Καππ. || Παροιμ. Ἀμάθετος βρακί ΄βαλε, | σὲ κάθε τόπο το ΄χεζε (ἐπὶ τοῦ παρ’ ἀξίαν εὐημεροῦντος καὶ τὰ στοιχειώδη ἀγνοοῦντος)Κρήτ. κ.ἀ. Γνωμ. Μὴν κλαίτε τὸν ἀμάθητο ὡσάν τὸν μαθημένο (ὁ ἐν ευτυχίᾳ διαβιώσας εἶναι μᾶλλον ἄξιος οἴκτου δυστυχήσας ἤ ὁ ἐξ ἀρχῆς δυστυχὴς)Πελοπν.(Μεσς.)|| ᾎσμ. Ὧ θάλασσαά μου οὐρανι̮ά, μὴ πολλοουρανίζῃς τς΄ ἑ γι̮ός μου ΄ναιν ἀμάθητος τσαὶ μὴν τὸν φοϊρίζῃς (φοβερίζῃς, ἀπειλῇς)Μεγίστ. Συνών. ἀσυνήθιστος. Πβ. ἀμάθευτος, ἀμαθὴς, ἀμαθήτευτος, ἀμάθιστος, ἄμαθος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/