ἄμαθος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄμαθος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄμαθος ἐπίθ. σύνηθ. ἄμαθους βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἄμαθος Ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,110
Σημασιολογία
1)Ὁ μὴ μαθών, ὁ μὴ ἰδών τι, ἄπειρος σύνηθ.:Ἄμαθος ἀπὸ δουλε͜ιὰ - ἀπὸ σκληραγωγία - ἀπὸ στενοχώριες - ἀπὸ τέτο͜ια πράματα πολλαχ. Εἶνι πιδὶ ἄμαθου, θὰ παθ΄ πουλλὰ κι̮ αὐτὸ ὥσπου νὰ μάθ’ Μακεδ. (Σισάν.)Ἄμαθους εἶνι οὑ δεῖνα κι̮ ἀρουτάει ἄλλουνι Σκόπ. || Παροιμ. Ἄμαθος ἀπὸ παλάτι | εἶδε φοῦρνο κ΄ ἐθαμάχτη (ἐπὶ τοῦ δι’ ἄγνοίαν τοῦ καλυτέρου ἐπαινοῦντος τὰ εὐτελῆ καὶ ἀνάξια λόγου)ΝΠολίτ. Παροιμ. 3,14 2 || ᾎσμ. Ἔχω παιδι̮ὰ ἀνήξερα κι ἄμαθ’ ἀπὸ ντουφέκι Ἤπ. Συνών. ἀκάτεχος, ἀνήξερος. 2)Ὁ μὴ ἐξοικειωμένος εἴς τι Ἄνδρ. Μακεδ. (Σισάν. Χαλκιδ.)Πελοπν.(Αἴγ. Λακών.) : Ἄμαθα βόδι̮α Χαλκιδ. Εἶναι ἄμαθος ἀπὸ τέχνη Πελοπν.(Αἴγ.)Εἶναι ἄμαθος τσαὶ πρωτάρις Εὔβ. (Ὄρ.)|| Παροιμ. Ἄμαθος παπούτσι̮α ᾿φόρει, | κάθε πάτημα τὰ θώρει (ἐπὶ τοῦ αἰφνιδίως καὶ παρ΄ ἐλπίδα εὐτυχοῦντος καὶ ἐναυρυνομένου. Ἡ παροιμ. ἐν παραλλαγαῖς καὶ ἀλλαχοῦ Πβ. Φιλολογ.Τηλέγρ. 1818 σ. 163 καὶ ΙΒενιζέλ. Παροιμ. 2 11,132)Ζάκ. Πβ. ἀμάθευτος, ἀμαθής, ἀμαθήτευτος, ἀμάθητος ἀμάθιστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA