ἀμάκκα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμάκκα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀμάκκα ἐπίρρ. σὐνηθ. ἀμάκ-κα Κύπρ. ἀβάκκα Ἤπ.(Ἰωανν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς Ἰταλ. φρ. amacca. Διὰ τὸ ἀβάκκα πβ. ΦΚουκουλ. ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 6 (1923)317.
Σημασιολογία
1)Δωρεὰν, άμισθὶ σύνηθ.: Καπνίζει – πίνει –τρώγει ἀμάκκα πολλαχ. Τὸν ταΐζω ἀμάκκα Κρήτ. Δουλεύω ἀμάκκα Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.)Μοῦ πῆρε ἀμάκκα τὰ ὄβολά μου (ἔλαβε τὰ χρήματά μου χωρὶς νὰ ἐργασθῇ)αὐτόθ. Τὸν εἶχε ἀμάκκα καὶ τοῦ δούλευε Σῦρ. (Ἑρμούπ.)|| Παροιμ. φρ. Ἀμάκκα ξίδ’ γλυκὸ σὰ μέ΄ (τὸ δωρεὰν λαμβανόμενον εἶναι εὐχάριστον ἔστω καὶ ἄν εἶναι εὐτελὲς)Στερελλ. (Ἀκαρναν.)Δανεικὰ κι̮ ἀβάκκα (ἐπὶ τῶν μὴ ἀποδιδόντων τὰ ὀφειλόμενα. Συνών. γρ. δανεικὰ κι̮ ἀγύριστα, δανεικά κι̮ ἀγύρευτα)Ἰωάνν. 2)Ὡς οὐσ. ἀμάκκα ἡ, κέρδος ἄνευ ἐργασίας ἤ σφετερισμὸς πράγματος ἀνήκοντος εἰς ἄλλον σύνηθ. Ὁ δεῖνα εἶναι τῆς ἀμάκκας ἤ εἶναι πολὺ τῆς ἀμάκκας. Κυνηγάει τὴν ἀμάκκα. Βρίσκω ἀμάκκα. Πέφτω ΄ςτὴν άμάκκα. Μαθαίνω ‘ςτὴν ἀμάκκα. Τρώει τῆς ἀμάκκας πολλαχ. || Φρ. Εἶναι παιδὶ τῆς ἀμάκκας (ἐπιδιώκει τῆν άμάκκαν)Κερκ. ||Παροιμ. φρ. Τῆς ἀμάκκας τὸ τσιγάρο | γίνεται πολὺ μεγάλο (ἐπὶ τοῦ λαμβανόντος ἀφειδῶς ἐκ τοῦ προσφερομένου ξένου πράγματος καθὼς ὁ εἰς ὅν προσφέρει τις τὸν καπνόν του ἵνα κάμῃ σιγάρον κατασκευάζει αὐτὸ ὅσον δύναται παχύτερον)Πελοπν. (Λάστ.)|| Μεταφ. ἐπὶ τοῦ ἀγαπῶντος τὴν ἀμάκκαν ἤ ζῶντος διὰ τῆς ἀμάκκας Ζάκ. Θεσς.(Ζαγορ.)Σῦρ. (Ἑρμούπ.)κ.ἀ.: Εἶναι μιὰ ἀμάκκα! Ἑρμούπ. Πβ. ἀμακκαςῶρος, άμακκατζῆς. β)Κλοπὴ Ἀθῆν. Πελοπν.(Μεγαλόπ.)– Λεξ. Ἠπιτ. γ)Ἁρπαγὴ Πελοπν. (Μεγαλόπ.) Πβ. ἀβάν-τα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA