ἀμακκαδωρία

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμακκαδωρία

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀμακκαδωρία ἡ, Ἀθῆν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀμακκαδῶρος.

Σημασιολογία

1)Ἡ δι΄ ὀχληρῶν αίτήσεων ἤ διὰ δόλου ἀπόκτησις πράγματός τινος. 2)Κλοπὴ: Φρ. Δουλεύει ἀμακκαδωρία (γίνεται κλοπὴ) .

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/