ἀμακκαδῶρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμακκαδῶρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀμακαδῶρος ὁ, Ἀθῆν. Ζάκ. Κέρκ. Πελοπν.(Καλάβρυτ.)κ.ἀ. – Λεξ Μ. Ἐγκυκλ. (λ. ἀμακαδόρος)Ἐλευθερουδ. (λ. ἀμακαδόρος) .
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀμάκκα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –δῶρος.
Σημασιολογία
1)Ὁ ἀγαπῶν τὴν ἀμάκκαν, ὁ ἐπιζητῶν συνήθως δι΄ ἐνοχλητικῶν αίτήσεων τὴν ἀπόκτησιν πράγματός τινος δωρεᾶν χωρὶς νὰ ἐργασθῇ ἢ δολίως λαμβάνων τι παρ΄ ἄλλων καὶ μὴ ἀποδίδων αὐτὸ Ἀθῆν. Ζάκ. Κέρκ. Πελοπν.(Καλάβρυτ.)κ.ἀ. — Λεξ. Μ.Ἐγκυκλ. Ἐλευθερουδ.: Σοῦ εἶναι ἕνας ἀμακκαδῶρος πρώτης τάξεως! Ἀθῆν. Συνών. ἀβαν-ταδῶρος, ἀμακκατζῆς 1,τζαμπατζῆς. 2)Κλέπτης Ἀθῆν. Συνών. άμακκατζῆς 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA