ἀμακκατζῆς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμακκατζῆς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
άμακκατζῆς ὁ, Ἀθῆν. Ἤπ. Θεσς.(Ζαγορ.)Κρήτ. Σῦρ. κ.ἀ. — Λεξ. Ἠπίτ. Ἐλευθερουδ. Βλαστ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐκ. ἀμάκκα καὶ τῆς παραγωγικής κατάλ. –τζῆς.
Σημασιολογία
1)Ἀμακκαδῶρος 1, ὅ ἰδ. Ἀθῆν. Ἤπ. Θεσσ.(Ζαγορ.)Σῦρ. κ.ἀ. — Λεξ. Ἐλευθερουδ.: Μωρέ, σοῦ εἶναι ἕνας άμακκατζῆς! Ἀθῆν. Ἰγὼ σὰν ἰσένα ἀμακκατζῆς δὲν εἷμι! Ζαγορ. 2)Ἀμακκαδῶρος 2, ὅ ἰδ. Λεξ. Ἠπιτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA