ἀμάκ-κωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμάκ-κωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμάκ-κωτος ἐπίθ. Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ-καὶ τοῦ ἐπιθ. *μακ-κωτὸς < μακ-κώνω.
Σημασιολογία
1)Ὁ μὴ συμπιεσθείς, ὁ μὴ προστριβείς, ἐπὶ ἐνδύματος: Ρούχα ἀμάκ-κωτα. Συνών. ἀμάπ-πωτος, άτσαλάκωτος. 2)Άθικτος, ἀγνός, ἐπὶ γυναικὸς: Γεναῖκα ἀμάκκωτη ταὶ νοικοτυρεμένη. Συνών. ἄγγι̮αχτος 3, ἄγγιχτος 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA