ἀμαλαγάδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμαλαγάδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀμαλαγάδα ἡ, Ἀμοργ. Κρήτ. κ.ἀ. — Λεξ. Μ.Εγκυκλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ επιθ. ἀμάλαγος, δι΄ὅ ιδ. ἀμάλαχτος, καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –άδα. Πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,109. Ὁ GMayer, Neugr. Stud. 4.9 θεωρεῖ τὴν λ. Ρωμανικὴν.

Σημασιολογία

1)Νομὴ ἀνέπαφος ὡς μὴ εἰσελθόντων ζῴων καὶ δὴ βρίθουσα χόρτου Ἀμοργ. Κρήτ. — Λεξ. Μ.Ἐγκυκλ.: Εὑρήκαμενε μι̮ὰν ἀμαλαγάδα κ΄ ἐπι̮άσαμενε δέκα λαγοὺς Κρήτ. 2)Εύκαιρία κατάλληλος ἀγν. τόπ.: Ἦλθαν ἄξαφνα κ’ ηὗραν ἀμαλαγάδα. Πβ. ἀμαλαγι̮ὰ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/