ἀμαλαγι̮άζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμαλαγι̮άζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀμαλαγι̮άζω Ἤπ. ἀμαλαϊάζω — Λεξ. Μ.Ἐγκυκλ. ἀμαλαϊάζου Στερελλ.(Αιτώλ. Ἀκαρναν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀμαλαγι̮ά.
Σημασιολογία
1)Βόκω ζῷα δι’ ἀφθόνου νομῆς. Ἤπ. Στερελλ. Αἰτωλ. — Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. : Ποῦ τὰ πῆις κὶ τ’ ἀμαλάιασις σήμιρα τὰ πρόβατα; Αἰτωλ. Θ’ ἀμαλάιαζα τὰ πρόβατά μ’, ἄν εἶχα ’βάδ’αὐτόθ. 2)Προορίζω ἀγρόν τινα ὡς ἀμαλαγι̮ὰν Στερελλ. (Αἰτωλ.) : Τό ‘χου ἀμαλαισμένου τοὺ ’βάδ’ (ἤτοι ἀβόσκητον) .
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA