ἀμάλαχτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμάλαχτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμάλαχτος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν.)άμάλαχτους βόρ. ἰδιώμ. ἀμάλαγος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ.)Ρόδ. Τῆν. ἀμάλαγους βόρ. ἰδιώμ. ἀμάλαος Ἤπ. Κάρπ. Κῶς Μῆλ. Σίφν. Σύμ. Σῦρ. ἀμάουαος Νάξ.(Φιλότ.)ἀνεμάλαγος. (Νεοελλ. Ἀνάλ. Παρνασσ. 1,273) .
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. ἐπιθ. ἀμάλακτος.Ὁ τύπ. ἀμάλαγος καὶ μεσν. Πβ. καῖ ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 4 (1892)470 καὶ ΜΝΕ 2,109 καὶ ΙΚακριδ. ἐν Ἀθηνᾷ 38 (1926)195 κἑξ.Διὰ τὸ ἀνεμάλαγος ἰδ. ἀ- στερητ. 1 δ
Σημασιολογία
1)Ὁ μὴ μαλαχθείς, συνήθως ἐπὶ τυροῦ Ἄνδρ. Ἄφησε τὸ τυρὶ ἀμάλαχτο (ἐπὶ εἴδους τυροῦ μαλασσομένου)Πβ. ἀζύμωτος Α 1 2)Ἄθικτος, ἀνέπαφος σύνηθ. καὶ Πόντ.(Κεράσ. Κοτύωρ. Οἰν.) : Φαεῖ ἀμάλαγο Κρήτ. Σῦκα ἀμάλαγα! Ζάκ. Οὕλα τὰ μῆλα ἐπίασεν, ἕναν ἀμάλαχτο ‘κ’ ἐπέλεκεν (δὲν ἄφησε)Κοτύωρ. || ᾎσμ. Ἔτσι ἀνεβοκατέβαιναν οἱ ἀμάλαγοί της κόρφοι Ἤπ. Τὸν κόρφον τὸν ἀμάλαγο, τ’ ἀμάλαγο κορμὶ σου αὐτόθ. Πιτσούνι μου ἀνεμάλαγο καὶ δροσερὸ μ΄ ἀπίδι ἀγν. τόπ. β)Εὐπαθὴς Στερελλ. (Αἰτωλ.) :Εἶνι ἀμάλαγους οὑ καπνός (ὁ καπνός δὲν πρέπει διὰ τὴν ξηρότητα να θιχθῇ)Αἰτωλ. γ)Πληθ. τὰ ἀμάλαγα οὐσ., τὰ αἰδοῖα τοῦ ἀνδρὸς Στερελλ. Συνών. ἁμαρτωλὰ (ἰδ. ἁμαρτωλὸς) . δ)ἀγνὸς, ἐπὶ παρθένου Ζάκ. Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν.)Κρήτ. Ρόδ. Σύμ. κ.ἀ.: Κόρη ἀμάλαγη Κρήτ. Ἀμάλαη θυγατέρα Ἤπ. Ἀμάλαγα κοράσια Κρήτ. Συνών. ἄγγι̮αχτος3, ἄγγιχτος 3, ἅγνὸς Α 1,ἀμάκ-κωτος 2.ε)Ὁ καθαρὸς εἰς τὰ ἐνδύματα Κρήτ. ς)ἘξαίρετοςΣύμ.: Σφοgάρι̮α ἀμάλαα. Συνών. ἀμαλαγι̮άτικος. 3)Καθαρός, ἄπεφθος, ἀμιγής ἐπὶ χρυσοῦ καὶ κηροῦ Θήρ. Ἤπ. Ἰόνιοι Νῆσ. Κρήτ. Κύθν. Μῆλ. κ.ἀ. Ἀμάλαγο χρυσάφι Κρήτ. Κερὶ ἀμάλαγο Ἤπ. Ἰόνιοι Νῆσ. Συνών. καθαρός. 4)Ὁ μὴ βοσκηθείς, ἀβόσκητος, ἐπὶ χόρτου, τόπου κττ. Ἤπ. Κάρπ. Κρήτ. (Ἔμπαρ. κ.ἀ.)Κύθν. Κῶς Μῆλ. Νάξ. (Φιλότ.)Σίφν. Σύμ.: Χορτάριν ἀμάλαο Σύμ. Ἀμάλαα χόρτα Κάρπ. Τόπος ἀμάλαος Σύμ.Τὰ πρόβατα ἐκεῖ ποῦ τὰ πῆε εὑρήκανε βοσκαρὰ ἀμάλαγη κ΄ ἐβοσκηθήκανε καλὰἜμπαρ. Ἀράπη άμάλαη (ἀράπη=καλάμη)5)Ὁ περιέχων θηρεύματα, ἐπὶ τόπου Κύθν. Σύμ.: Ἀλήθε͜ια, ἐφέρα καὶ πολλὰ, γιατὶ έπῆα σὲ τόπον ἀμάλαο Σύμ. 6)Ἀτρύγητος, ἐπί ἀμπέλου Κύθν. 7)Ὁ μήπω συνηθίσας εἰς ἐργασίαν, ἐπὶ ζῴου Σῦρ. –Λεξ. Αἰν.: Ἀμάλαο πουλάρι Σῦρ. 8)Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν δύναται νὰ ἐγγίσῃ τις, διότι ὀργίζεται ἐξ ἐλαχίστης ἀφορμῆς, εὐέξαπτος, εὐερέθιστος Στερελλ. (Αἰτωλ.) : Μὴν τοὺν πειράῃς, εἶνι ἀμάλαους Συνών. ἄγγι̮αχτος 4,ἄγγιχτος 4.9)Ὁ μὴ διαστραφεὶς ὑπὸ πονηρίας, εἰλικρινὴς Κρήτ. κ.ἀ. Ἀμάλαγος ἄνθρωπος εἶναι ἀκόμη Κρήτ. 10)Τὸ θηλ. ἀμάλαχτη ὡς οὐσ., εἶδος παιδιᾶς Εὔβ.(Λίμν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA