ἀμανατεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμανατεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀμανατεύω Πελοπν.(Μάν.)ἀμανετεύω Λεξ. Κομ. Λάουνδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀμανάτι. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1)Δίδω τι ὡς ἐνέχυρον. Μετοχ. παθ. άμανατεμένος, ἐνεχυριασμένος Λεξ. Κομ. Συνών. ἀμαχεύω 2)Μέσ. συνάπτω ἀρραβῶνα δι’ ἀνταλαγῆς ὅπλων Πελοπν. (Μάν.)Ἀμανατευτήκανε χτὲ τὸ βράδυ. Πβ. ἀμανατιάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA