ἀμανετζῆς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμανετζῆς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀμανετζῆς ὁ, πολλαχ. άμανιτζῆς Λέσβ(Πάμφιλ. κ.ἀ.)ἀμαντζῆς Πόντ. ἀμανετσῆς Θρᾴκ. (Σηλυβρ.)Κωνπλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. emanetçι.

Σημασιολογία

Ὁ μεταφέρων δέματα περιέχοντα χρήματα καὶ ἐπιστολὰς ἀπὸ τόπου τινὸς εἰς ἄλλον, ίδιωτικὸς ταχυδρόμος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/