ἁμαξᾶς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁμαξᾶς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἁμαξᾶς ὁ, κοιν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἅμαξα ἠ ἁμάξι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. – ᾶς. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βάϊγ.

Σημασιολογία

1) Ὁ ὁδηγῶν ἅμαξαν, ἁμαξηλάτης κοιν. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Ἤπ. (Ἰωάνν.) 2) Παιδιά, ἥτις παίζεται ὡς ἑξῆς. Δέκα καὶ πλέον παιδία προσλαμβάνουν ὀνίματα ἐκ τῶν μερῶν τῆς ἁμάξης, ἔπειτα δὲ εἶς τῶν παικτῶν διηγεῖται πεπλασμένην τινὰ διήγησιν, εἰς τὴν ὁποίαν ἀναφέρει τὰ μέρη ταῦτα πρσπαθῶν διὰ τῆς συγχρόνου μνείας δύο μερῶν ἢ διὰ τῆς συχνῆς ἐπαναλήψεως τοῦ αὐτοῦ ὀνόματος νὰ παραπλανήσῃ τοὺς παίκτας.ἕκαστος τῶν ἄλλων παικτῶν ὀφείλει, ὅταν ἀκούσῃ μνημονευόμενον τὸ τῆς ἁμάξης μέρος, τοῦ ὁποίου ἔχει λάβει τὸ ὄνομα, νὰ ἐγερθῇ ἀμέσως καὶ αφοῦ κάμῃ μικρὰν κλίσιν τῆς καφαλῆς, νὰ καθίσῃ. Ἐᾶν τις ἐξ αὐτῶν δὲν ἐγερθῇ ἀμέσως, τιμωρεῖται ὑποχρεούμενος νὰ μιμηθῇ φωνὰς ζῷων,νὰ ἀπαγγείλῃ φράσεις ἀσυναρτήτους κττ. Καὶ ἔπειτα λαμβάνει τὴν θέσιν τοῦ διηγουμένου Πελοπν. (Ὀλυμπ.) 3) Ὁ κατασκευάζων ἁμάξας, ἁμαξοπηγὸς Λεξ. Γαζ. (λ. ἁμαξιεὺς). Πβ. ἁμαξάρις, ἁμαξηλάρις, ἁμαξηλάτης, ἁμαξολόγος, καρροτσέρης.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/