-αμάρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

-αμάρα

Τύπος

Λήμμα

Τυπολογία

-αμάρα κατάλ. Παραγωγικὴ κοιν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. σιχαμάρα, ὃ ἀπὸ τοῦ σιχαμὸς καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –άρα. Πβ. Γχατζιδ. ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 6 (1923) 22, ἈνθΠαπαδοπ. Γραμμ. Βορ. ἰδιωμ. 112 καὶ KDieterich ἐν Balkan – Archiv 4 (1928) 125.

Σημασιολογία

Χρησιμεύει πρὸς σχηματισμὸν ἐξ ἐπιθέτων ἀφῃρημένων ὀνομάτων δηλούντων πάθος, οἶον: ἀγαθὸς - ἀγαθαμάρα, κουλὸς – κουλαμάρα, κουτὸς – κουταμάρα, λωλὸς – λωλαμάρα, μουρλὸς – μουρλαμάρα, τρελλὸς – τρελλαμάρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/