ἀμάραντος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμάραντος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀμάραντος ὁ, κοιν. Καὶ Πόντ. ἀμάραντους βόρ. ἰδιώμ. ἀμαράdους πολλαχ. ἀιμάραντος Πελοπν. (Ἀρκαδ.) ‘μάραντος Ἤπ. (Δρόβιαν.) Πόντ. ‘μάραντους Ἤπ. (Ἰωάνν.) ἀμάραντε Τσακων. ἀμάραντον τό, Κύπρ. Πόντ. ἀμάραντο πολλαχ. καὶ Πόντ. ἀμάραντου στερελλ. (Αὶτωλ.) ‘μάραντον Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Τραπ. Χαλδ.) ‘μάραντο Ἤπ. Πόντ (Κοτύωρ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. οὐσ. ἀμάραντος, παρ’ ὃ καὶ ἀμάραντον. Διὰ τὴν ἀνάπτυξην τοῦ ι έν τῷ τύπ. ἀιμάραντος πβ. ἀβάζι - ἀιβάζι, ἀβγουλλεὰ - ἀιβγαλ – λε̮ά,. ἀγαπητικὸς-ἀιγαπητικός, ἀγέννητος - ἀιγέννατε, ἄγουρος - ἄιγουρος, ἀδούλης - ἀιδούλης, ἄμορος - ἄιμορος, ἀρχοντόπουλλο-ἀρχοντόιπ’λλου, ξακουσμένος – ξαϊκουσμένος κττ. Ἰδ. καὶ ἈνθΠαπαδοπ. Γραμμ. Βορ. Ίδιωμ. 24.Τὸ μεταγν. οὐσ. ἀμάραντος, παρ’ ὃ καὶ ἀμάραντον. Διὰ τὴν ἀνάπτυξην τοῦ ι έν τῷ τύπ. ἀιμάραντος πβ. ἀβάζι - ἀιβάζι, ἀβγουλλεὰ - ἀιβγαλ – λε̮ά,. ἀγαπητικὸς-ἀιγαπητικός, ἀγέννητος - ἀιγέννατε, ἄγουρος - ἄιγουρος, ἀδούλης - ἀιδούλης, ἄμορος - ἄιμορος, ἀρχοντόπουλλο-ἀρχοντόιπ’λλου, ξακουσμένος – ξαϊκουσμένος κττ. Ἰδ. καὶ ἈνθΠαπαδοπ. Γραμμ. Βορ. Ίδιωμ. 24.
Σημασιολογία
1) Πᾶν φυτὸν ἥμερον ἢ ἄγριον, τοῦ ὁποίου τὰ ἄνθη ξηραινόμενα διατηροῦν χρῶμα καὶ σχῆμα. Τοιαῦτα φυτὰ εἶναι ἐκ τοῦ γένους τοῦ ἑλιχρύσου (helichrysum), τοῦ γένους τοῦ γναφαλίου (gnaphalium), τοῦ ἀμμοβίου (ammobium) τῆς τάξεως τῶν συνθέτων (compositae), ἐκ τοῦ γένους τοῦ ἀειζώου ἢ σέδου (sedum) καὶ τοῦ εὐαειζώου (semprevivum) τῆς τάξεως τῶν σαρκοφυλλωδῶν (grassulaceae), ἐκ τοῦ γένους τοῦ μεσημβριανθέμου (mesembrianthemum) τῆς τάξεως τῶν μεσημβριανθεμιδῶν (mesembrianthemaceae), ἐκ τοῦ γένου τοῦ τευκρίου (teucrium) τῆς τάξεως τῶν χειλανθῶν (labiatae) κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Φρ. τραυάει τὸν ἀμάραντο (ἐπὶ τοῦ ὑφισταμένου πολλὰ) πολλαχ. ‘Σ τὰ χέρι̮α σου ἀμάραdους κ’ ἕνα χλουρὸ ριπά’! (πρὸς τινα ἀπροσδοκήτως ἐλθόντα) Θρᾴκ. (Αἶν.) σὰν τ’ἀμάραντα, σὰν τὸν καλὸ τὸν χρόνο! (πρός τινα σπανίως ἐμφανιζόμενον. Συνών. φρ. σὰν τὰ χι̮όνι̮α) Πελοπν. (ἀρκαδ.) Γι̮ὰ τ’ ἐσὲν τὰ ‘μάραντα ‘κ’ εἶν’ (πρὸς τὸν ἀνάξιον νὰ συμμετάσχῃ διασκεδάσεως) Χαλδ. || ᾎσμ. Ἀμάραdος κι̮ ἄν μαραθῇ τὴ μυρωδι̮ὰ τὴν ἔχει Πελοπν. (Λακων.) Γι̮ὰ δές τον τὸν ἀμάραντον μέσα ‘ς τὸ ξεροπέτρι, Χωρὶς νερὸ ποτίτζεται ταὶ τὸν καρπόν του θρέφει Χίος Ἥλöν μαραίνει ‘μάραντα καὶ παλαλὰ χορτάρ κ’ ἐσὺ μαραίνεις τσ’ Ἕλλενους, Ρωμαίικα παλληκάρ (παλαλὰ = ἄχρηστα) Κερας. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀμάραντος ἐνιαχ. Μάραντος Πόντ. (Ἀμις. Χαλδ. κ.ἀ.) καὶ ὡς τυπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Ἀμάραντος μῆλ. Ἀμάραdος Κρήτ. Ἀμάραντο Σίφν. Σῦρ. Ἀμάραντα Σῦρ. τ’ Ἀμαράντου Σῦρ. ‘ς τ’Ἀμάραντο Σίφν. Σῦρ. Ἀμάραντα Σῦρ. τ’ Ἀμαράντου Σῦρ. ‘ς τ’ Ἀμαράντου Νάξ. (Βόθρ.) ‘ς τὸν Ἀμάραντο Κίμωλ. Μαραντάνων Πόντ. (Βόθρ.) ‘ς τὸν Ἀμάραντο Κίμωλ. Μαραντάντων Πόντ. Πβ. ἀγαποβότανο β) ᾎσμά τι χοροῦ οὕτω κληθὲν ἐκ τῆς μενίας τοῦ φυτοῦ ἐν τῷ πρώτῳ στίχῳ καὶ ἔχον ὦδε: Θωρεῖς τον τὸν ἀμάραdο σὲ τί gρεμνὸ φυτρώνει! Τὸν τρών τὰ λάφι̮α καὶ ψοφοῦν, τ’ ἀγρίμι̮α κ’ ἡμερώνουν Κεφαλλ. : Τραγουδῶ τὸν ἀμάραdο. γ)Χορός, καθ’ ὃν ᾄδεται τὸ ᾆσμα ἀμάραντος Κεφαλλ.: Χορεύω τὸν ἀμάραdο 2) Τὸ φυτὸν ἀγαύη ἡ Ἀμερικανικὴ (agava Americana) τὴς τάξεως τῶν ἀμαρυλλιδωδῶν (amaryllidaceae) ἐνιαχ. Συνών. ἀθάνατος1, ἀλόη, ἀπομονή, σκιλλοκάρα. 3) Τὸ μικρὸν πτηνὸν ἀκανθυλλὶς (fringilla carduellis) Νάξ. Συνών. ἀγκαθοπούλλι, ἀγριοκάναρο, ἀμαραντάκι, ἀστραγαλῖνος, γραμματίκι, καρδερῖνα, σκαθί, τουρκοπούλλι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA