ἀμάργωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμάργωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμάργωτος ἐπίθ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Πόντ. (Τραπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *μαργωτὸς < μαργώνω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ παθὼν ψῦξιν Πόντ. (Τραπ.): Ἀμάργωτα εἶναι τὰ δάχτυλα μ’ 2) Ὁ μὴ αἱμωδιάσας, ἐπὶ ποδὸς ἢ χειρὸς Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.): Τὸ χέρι μου ἔμεινε ἀμάργωτο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA