ἁμαρτάνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁμαρτάνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀμαρτάνω κοιν. καὶ Πόντ. (Κερας. Οἰν. Τραπ. Κ. ἀ.) ἁμαρτάν-νω Κύπρ. ἁμαρτάνου βόρ. ἰδιώμ. ἁρματάνω πόντ. (Οἰν.) ἁμαρτένω Ζάκ. Κεφαλλ. ἁμαρτένου Τσακων. Μέσ. ἁμαρτάνομαι Πόντ. ἁμαρτάνουμαι Πόντ. (τραπ.) ἁμαρτένουμι Μακεδ. (Σιάτ. κ. ἀ.) ἀόρ. ἥμαρτον σύνηθ. Καὶ Καππ. (Ἀραβάν. Σινασσ. κ. ἀ.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.) γήμαρτον Καππ. (Ποτάμ. Σίλ. Σινασσ. Φερτ.) ἥμαρτο Θήρ. Καππ. (Ἀραβάν κ. ἀ.) Πελοπν. (Λακων.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἁμαρτάνω διὰ τῆς ἐκκλησίας εἰσελθὸν εἰς τὴν δημώδη γλῶσσαν. Τὸ μές. ἁμαρτάνομαι, ὅπερ κατὰ τὸ κολάζομαι, καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Παραβαίνω τὰς ἐντολὰς τῆς θρησκείας καὶ τὰς διατάξεις τῆς ἐκκλησίας, ὑποπίπτω εἰς ἁμαρτίαν ἔνθἀ ἀν.: Ἁμαρτάνεις ποῦ κλέβεις – ποῦ τρώς κρέας τὴ Σαρακοστὴ - ποῦ βλαστημᾷς κττ. Κοιν || Γνωμ. Ὅποι͜ος δὲ γεννήθη, δὲν ἁμάρτησε (πᾶς ἄνθρωπος εἶναι ἁμαρτωλός. Πβ. Νπολίτ. Παροιμ. 2,135. Ἡ ἀρχαιοτέρα ὁμοία διατύπωσις παρὰ Ἰουστίν. Πβ. P. G. 6,1329 «οὐδεὶς γεννηθείς, ὅς οὐχ. ἥμαρτεν, οὐδὲ πεφυκώς, ὅκ οὐκ ἠνόμησε») Πελοπν. (Γύθ.) Συνών. φρ. κάνω ἁμαρτία. 2) Συγγίγνομαι, συνουσιάζομαι πολλαχ. Τὸ α’ ἑνικ. Πρόσωπον τοῦ ἀορ. ἥμαρτον ὡς ἐπιφών. δηλοῖ 1) Μεταμέλειαν, μετάνοιαν σύνηθ.: Ἥμαρτο, ἀδέρφι μου, ἥμαρτο! Λακων. Ἥμαρτο, ἄλλο δὲν τὸ θε͜ιάνω! (Δὲν θὰ ὑποπέσω εἰς τὴν αὐτὴν ἁμαρτίαν) Σινασσ. Ἥμαρτο, Θέ μου, συχώρεσέ με τὴν ἁμαρτωλὴ καὶ τὴν κριματισμένη! Θήρ. Ἥμαρτον, τὸ ‘κανα, δὲν τὸ ξανακάνω! Ἤπ. Ἥμαρτον, κύριε, σ’ χώρεσέ με! αὐτόθ. Νὰ σοῦ πέσῃ ἡ γλῶσσα, νἀ σοῦ πέση, ἥμαρτον Θεέ μου!(διὰ τοῦ ἥμαρτον ὁ λέγων μετανοεῖ διὰ τὴν ἐν ἀγανακτήσει λεχθεῖσαν ἀράν) αὐτόθ. Ἥμαρτον σου, Θεέ μου! Κερας. Ἥμαρτον! (ἐπιφώνησις παιδίου πληττομένου διὰ πράπτωμά τι) Ἀθῆν. Φερτ. κ. ἀ. || Φρ. Λέγω τὸ ἥμαρτόν μου (ἐξομολογοῦμαι τὴν ἁμαρτίαν μου) Ἤπ. Ἔρθεν ᾿ς σὸ ἥμαρτον ἐκφέρεται μετ’ ἄρθρου, ἐνομίσθη ὡς οὐσιαστικόν, ἐντεῦθεν δὲ ἐλέγχθη καὶ κατὰ πληθ. ἥμαρτα Πόντ. (Ἀμις. Κερας. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.) Φρ. Ἔρθεν ‘ς σὰ ἥμαρτα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) || ᾎσμ. Ἔλα, πουλλί μ’, ᾿ς σὰ ἥμαρτα, ποίσον τρία μετάνς, ἄνοιξον καὶ τὰ σέρ σου, ἔπαρ’ με ᾿ς σὴν ἀγκάλ σ’ Χαλδ. 2) Στενοχωρίαν καὶ λύπην Ἤπ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Τραπ.) κ. ἀ.: Ἥμαρτα, ἥμαρτα, ντό νὰ ποίγω; (τί νὰ κάμω;) Κερασ. Ἥμαρτόν σοι, Κύριε! Αὐτόθ. Ἥμαρτον, Κύριε! ἢ ἥμαρτον, Παναγία μου! Ἤπ. 3) Ἀπορίαν καὶ ἔκπληξιν Πόντ. (Ἀμισ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.): Ἥμαρτα! (πῶς τοῦτο! ὦ τί λέγεις!) Τραπ. Ἥμαρτα, ἥμαρτα ἀίκον δουλεία πα γίνεται! (γίνεται τοιοῦτον ἔργον!) Τραπ. Χαλδ. 4) βεβαίωσιν ἔντονον οἱονεὶ ἔνορκον Καππ.: Ἥμαρτον καὶ δὲν τὸ ᾿ποίκα (ἐποίησα). Πβ. ἁμαρτεύω, ἁμαρτωλώνομαι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA