ἀμάσητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμάσητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἁμάσητος ἐπίθ. κοιν. ἀμάς᾿τους βόρ. ἰδιώμ. ἀμάσετος Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.) ἀμάαε Τσακων. ἀμάσιστος Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Ἰόνιοι Νῆσ. Κρήτ. Πελοπν. (Λακων.) Σύμ. — Λεξ. Δεὲκ. Λάουνδ. ἀμάιστους Θεσσ. Κ. ἀ. ἀμάσιγος Πελοπν. (Κορινθ. Σουδεν.)
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀάσητος. Ὁ τύπ. ἀμάσιστος, ὁ ὁποῖος καὶ παρὰ Σομ., κατὰ τὰ πολλὰ ἐπίθ. εἰς ῑστος. Τὸ ἀμάιστους ἀπὸ τοῦ ἀμάσιστος κατ’ ἀνομ.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Ὁ μὴ μασηθείς, ἐπὶ τροφῆς κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.): Κατεβάζει τὸ φαεῖ ἀμάσητο. Τὸ πῆγε ἀμάσητο τὸ ψωμὶ κάτω κοιν. Ἐκούρτεσεν ἀμάσετον τὴ βούκκαν ἀτ’ κ’ ἐλίγον ἐπέμ’νεν νὰ φουρκίεται (κατέπιεν ἀμάσητον τὸν βλωμόν καὶ ὀλίγον ἔλειψε νὰ πνιγῇ) Τραπ. Χαλδ. ἀμάσετο ἐκούρτεσε τ’ ἀπίδ. τσ̑αὶ ἐστάθε ᾿ς σὴ γούλαν ἐθε (ἀμ. κατέπιε τὸ ἀπίδιον καὶ ἐστάθη εἰς τὸν λαιμόν του) Ὄφ. || Φρ. Πάει ἀμάσητο κάτω (δὲν ἔχω ὄρεξιν) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) || Παροιμ. φρ. ἀμάσιστα δὲν καταπίνονται (οὐδὲν ἔργον συντελεῖται ἄνευ παρασκευῆς) Νπολιτ. Παροιμ. 2,152. συντελεῖται ἄνευ παρασκευῆς) Νπολιτ. Παροιμ. 2,152. Β) Μεταφ. 1) Ἐπιπόλαιος, ἀβασάνιστος,ἐπὶ λόγου Πελοπν. (Λακων.): Ἀμάσητα λόγι̮α ποτέ σου μὴ πῆς. 2) Σαφὴς καὶ ο’θχὶ διακεκομμένος, ἐπὶ λόγου (διὰ τὴν σημ. πβ. τὴν ἀντίθ. Φρ. μασημένα λόγι̮α, ἤτοι ἀσαφῆ) Πόντ. (Κερασ.) : Ἄν ᾿κ’ ἔφταιξες, γι̮ατί τὰ λόγι̮α σ’ ἀμάσετα ᾿κὶ λές; (᾿κὶ=οὐκὶ=δέν). Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀμάσ̑᾿τους Στερελλ. (Ζίλιστ.) Ἀμάσ᾿ του Στερελλ. (Στρομίν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA