ἀμασκαλάρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμασκαλάρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀμασκαλάρι τό, ἀμάρτ. μασκαλάρι Εὔβ.

Ετυμολογία

Τὸ οὐδ. τοῦ ἐπιθ. *ἀμασκαλάρις οὐσιατικοποιηθέν.

Σημασιολογία

Βοῦς παρεζευγμένος εἰς τὸ ζεῦγος ἄλλων βοῶν: Αὐτὸ τὸ βόδι θὰ τὸ βάλω μασκαλάρι. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. Μασκαλάρις Εὔβ. Μασκαλέρις Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Πβ. ἀμασκαλι̮άρις.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/