ἀμασκαλατόψαρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμασκαλατόψαρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμασκαλατόψαρος ἐπίθ. ἀμάρτ. μασκαλατόψαρος Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν ἐπιθ. ἀμασκαλᾶτος καὶ ψαρός.
Σημασιολογία
Ὁ γενικῶς μὲν ἔχων χρῶμα ψαρόν, περὶ δὲ τὴν μασχάλην διάφορον, συνήθως ἐπὶ αἰγός. Πβ. ψαρομάσκαλος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA