ἀμασκαλ̮ιὰς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμασκαλ̮ιὰς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμασκαλ̮ιὰς ἐπίθ. ἀμάρτ. μασκαλι̮ὰς Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀμασκάλη. Διὰ τὴν καταλ. -ι̮ὰς πβ. μεταγν. λαγωὸς χελιδονίας. Ἰδ. ΣΜενάρδ. ἐν Πρακτ. Ἀκαδ. Ἀθην. 4 (1929) 463 κἑξ.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων μέλαν χρῶμα, παρὰ δὲ τὰς μασχάλας λευκόν, ἐπὶ χοίρου Πβ. ἀμασκάλα, ἀμασκαλετοῦ, ἀμασκαλετούδιν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA