ἀμασκαλίστρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμασκαλίστρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀμασκαλίστρα ἡ, ἀμάρτ. ἀbασκαλίστρα Κρήτ. (Μονοφάτσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀμασκαλίζω.
Σημασιολογία
Ἐν τῷ πληθ., αἱ τέσσαρες κάθετοι δοκοὶ αἱ στηρίζουσα τὸν ὑφαντικὸν ἱστόν. Πβ. ἀμασκάλη 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA