ἀμασκαλίχτρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμασκαλίχτρα
Τυπολογία
ἀμασκαλίχτρα ἡ, βιθυν. (Κατιρ.)
Ετυμολογία
Ἴσως ἀπό τινος οὐσ. *ἆμασκαλήθρα κατὰ τὰ πολλὰ εἰς –ίχτρα.
Σημασιολογία
Τεμάχιον ὑφάσματος προσραπτόμενον εἰς τὴν μασχαλιαίαν χώραν τοῦ ἐνδύματος. Συνών. ἰδ. ἐν. λ. ἀμασκαλίδι 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA