ἀμάτι̮αστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμάτι̮αστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμάτι̮αστος ἐπίθ. ἀνομμάτστος Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.) ἀμάτι̮αστος σύνηθ. ἀμάτστος Πόντ. (Τραπ.) ἀμάθι̮αστος Κρήτ. ἀμάτι̮αχτος πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ματι̮αστὸς < ματι̮άζω.
Σημασιολογία
Ἐκεῖνος ὅστις δὲν ἔχει ἐπηρεασθῆ ἀπὸ βάσκανον ὀφθαλμόν, δὲν ἔχει προσβληθῆ ὑπὸ βασκανίας, ἀβάσκαντος ἔνθ᾿ἀν.: Ἀμάτι̮αστο νά᾿ ναι τὸ παιδί, Θεέ μου! πολλαχ. Τὸ παιδίν, δόξα σοι ὁ Θεός, γοὺς ἀτώρᾳ ἀνομμάτστον ἔν’ (γοὺς ἀτώρᾳ = ἕως τώρα) Πόντ. Συνών. ἀβάσκαντος, ἀντίθ. ματι̮ασμένος (ἰδ. ματι̮άζω).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA