ἀμάτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμάτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀμάτος ὁ, Θρᾴκ. (Στέρν.) ἄματος Μεγίστ.

Ετυμολογία

Ἀγνώστου ἐτύμου.

Σημασιολογία

1) Ἀλοιφὴ παρασκευαζομένη ἐξ ἀσβέστου, ᾠῶν, ἐλαίου καὶ βάμβακος, διὰ τῆς ὁποίας χρίονται τὰ ρήγματα τῶν πηλίνων ἀγγείων Μεγίστ. 2) Μεῖγμα παρασκευαζόμενον δι’ ἀσβέστου καὶ τριμμάτων κεράμων Θρᾴκ. (Στέρν.) Συνών. κορασάνι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/