ἀμαύριστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμαύριστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀμαύριστος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ. κ. ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *μαυριστὸς < μαυρίζω.

Σημασιολογία

1)Ὁ μὴ γενόμενος μέλας διὰ χρώματος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ κ. ἀ.): Ἀμαύριστα μαλλία (ἔρια)Τραπ. 2)Μεταφ. ὁ μὴ καταψηφισθεὶς εἰς ἐκλογὰς διὰ μυστικῆς ψηφοφορίας (ἡ μεταφ. ἐκ τῆς παλαιᾶς ψηφοδόχου κάλπης διῃρημένης εἰς δύο τμήματα ἐσωτερικῶς, λευκὸν διὰ τὸ ναὶ καὶ μέλαν διὰ τὸ ὄχι)σύνηθ.: Δὲν ἄφησε κἀνένα ἀμαύριστο, ὅλους τοὺς μαύρισε.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/