ἀμαχεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμαχεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀμαχεύω Ζάκ. Κεφαλλ. Κύθηρ. Πελοπν. (Λακων. Λάστ. κ. ἀ.)Χίος — Λεξ. Δεὲκ. Λάουνδ. Βλαστ. ἀμαχεύγω Χίος ἀμαχεύκω Κύπρ. ΄μαχεύω Ρόδ. Χίος — Λεξ. Λεγρ. ᾿ μαχεύου Σάμ. ᾿ μαχεύγω Χίος — Λεξ. Λεγρ. ᾿ μαχεύκω Κύπρ. Ρόδ.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀμαχεύω. Καὶ οἱ τύπ. ἀμαχεύγω καὶ ᾿ μαχεύγω μεσν.

Σημασιολογία

1)Δίδω τι ὡς ἐνέχυρον, ἐνεχυριάζω, ὑποθηκεύω Κεφαλλ. Κύθηρ. Κύπρ. Πελοπν. (Λακων.)Ρόδ. — Λεξ. Δεὲκ Λεγρ. Βλαστ. : Ἀμάχεψε τὸ πρᾶμα του Κύθηρ. Ὡς καὶ τὸ τουφέτ-τιν μου ἀμάχεψά το γιˬὰ νὰ ζήσω τὰ παιδκιˬά μου Κύπρ. Συνών. ἀμανατεύω 1. 2)Ἐπιβάλλω πρόστιμον, ἐν τῇ γλώσσῃ τῶν ἀγροφυλάκων, οἵτινες δημεύουν τὸ ζῷον τὸ προξενῆσαν εἰς ἀγρόν τινα ζημίαν Σάμ. Πελοπν. (Λάστ. κ. ἀ.) : ᾌσμ. Τί τοῦ ᾿ καμα τοῦ Χάρουdα κ᾿ἦρθι νὰ μὶ ᾿ μαχέψῃ, νὰ πάρῃ τοὺ πιδάκι μου, νὰ μοῦ τοὺ ταξιδέψῃ; (μοιρολ.)Σάμ. β)Κάμνω κατάσχεσιν πράγματός τινος Λεξ. Λάουνδ. 3)Συλλαμβάνω τινὰ κλέπτοντα ὀπώρας Χίος: Τὸν ἐμάχεψα. Μαχεμένος εἶναι. Πβ. ἀμάχι 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/