ἄμβωνας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄμβωνας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἄμβωνας ὁ, κοιν. ἄμπουνας Μακεδ. (Βελβ.)ἄγκωνας Θρᾴκ. (Σηλυβρ.)Μεγίστ. Πελοπν. (Βυτίν. κ. ἀ.)ἄgωνας Δαρδαν. (Σίγ.)Θήρ. Κάλυμν. Προπ. (Κύζ.)Σύμ. ἄγκουνας Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.)Μακεδ. κ. ἀ. ἄgουνας Ἴμβρ. Λέσβ. (Πάμφιλ. κ. ἀ.)ἔμβωνας Ρόδ. νέμβωνας ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,412 ἄγκωνα ἡ, Καππ. (Σίλατ. Φερτ. κ. ἀ.)ἀγκῶνα Καππ. (Σινασσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἄμβων ἐκ τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσης εἰσελθόντος εἰς τὴν δημώδη γλῶσσαν. Ἡ λ. καὶ παρὰ Μεουρσ. Ὁ τύπ. ἄγκωνας διὰ παρασυσχετισμόν πρὸς τὸ ἄγκωνας (ἰδ. ἀγκῶνας) , τὸ δὲ ἔμβωνας ἐκ παρετυμ. πρὸς τὴν πρόθεσιν ἐν.
Σημασιολογία
1)Τὸ ἐν τῷ ναῷ ὑψηλόν βῆμα, ἐφ᾿οὗ ἀναγινώσκεται τὸ εὐαγγέλιον καὶ ἀφ᾿ οὗ κηρύσσεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἄμβων κοιν. καὶ Καππ. (Σίλατ. Σινασσ. Φερτ. κ. ἀ.) : Ὁ διˬάκως ἀνέβηκε ᾿ ς τὸν ἄμβωνα γιˬὰ νὰ πῇ τὸ εὐαγγέλιˬο κοιν. Σήμερα δυˬὸ ὧρις ἡ δίδασκους δίδαξι᾿ πά ᾿ ς τοὺν ἄgουνα (ἡ δίδασκους =ὁ ἱεροκήρυξ)Λέσβ. 2)Ἀνάβαθρον ὑψηλὸν ἐντετοιχισμένον ἢ παρά τὸν τοῖχον ἐν τῷ ἑστιατορίῳ μονῆς, ἐφ᾿οὗ κατὰ τὴν ἑστίασιν τῶν μοναχῶν ὁ ἀναγνώστης ἱστάμενος ἀναγινώσκει θρησκευτικὰς ὁμιλίας Ἄθ. Ἡ λ. καὶ ὠς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἄμβωνας Ρόδ. Ἔμβωνας Ρόδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA