ἀμελάγρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμελάγρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀμελάγρα ἡ, Λεξ. Πόππλετ. Λάουνδ. Περίδ. Λεγρ. ἀναμελάγρα ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 23 (1911)160.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐς. ἀμελάγρα. Τὸ ἀναμελάγρα ἐκ τοῦ ἀνάμελος, δι᾿ὅ ἰδ. ἄμελος.
Σημασιολογία
Ἔλλειψις δραστηριότητος καὶ προθυμίας εἰς τὴν ἐκτέλεσιν ἔργου τινός, νωθρότης, ὀλιγωρία, ραθυμία. Συνών. ἀμέλεια, ἀμελησία, ἀμελιˬά, τεμπελιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA